βαυβοῦς

βαυβοῦς
βαυβώ
fem nom/voc pl
βαυβώ
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαβουτσικάριος — ο (Μ βαβουτσικάριος) ο εφιάλτης, ο νυχτερινός βραχνάς νεοελλ. πληθ. μεταμφιεσμένοι με περικεφαλαίες, χωρίς μάσκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι έχει σχέση με τον θηλυκό δαίμονα βάβω, επιβίωση ίσως της Βαυβούς, ενός από τα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • Δυσαύλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από την Ελευσίνα, ήταν σύζυγος της Βαυβούς και πατέρας του Ευβουλέα, του Τριπτόλεμου, της Μίσας και της Πρωτονόης, οι οποίοι φιλοξένησαν την περιπλανώμενη Δήμητρα και της υπέδειξαν το σημείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”